- σωματολογικός
- -ή, -ό Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σωματολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σωματολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Ν. Χορτάκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σωματολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σωματολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)